- νενομισμένος
- η , ο установленный, обычный, законный;
κατά τα νενομισμένα — согласно обычаям, законам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατά τα νενομισμένα — согласно обычаям, законам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νενομισμένος — νομίζω use customarily perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νενομισμένως — (Α) επίρρ. με τον συνηθισμένο, με τον καθιερωμένο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. νενομισμένος τού ρ. νομίζω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek